Πώς προστατεύεται η πρώτη κατοικία;

Πώς προστατεύεται η πρώτη κατοικία; Το τέλος του 2018 αναμένεται –τουλάχιστον με τα μέχρι τώρα δεδομένα- να σημάνει και τη λήξη του νόμου Κατσέλη/ αναθεωρημένου νόμου Σταθάκη.

Αυτό οδηγεί πρακτικά, στη λήξη προστασίας της πρώτης κατοικίας. Το συγκεκριμένο ζήτημα προβληματίζει έντονα την κυβέρνηση, ιδιαίτερα από τη στιγμή που φαίνεται πώς κινούμαστε σε προεκλογικούς ρυθμούς.

Ήδη, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων κυβέρνησης- τραπεζών- θεσμών έχει πέσει η πρόταση παράτασης της χρονικής διάρκειας προστασίας, ωστόσο, μια σημαντική προϋποθέση που τίθεται μετ’ επιτάσεως είναι η μείωση της αξίας των κατοικιών που θα προστατεύονται.

Υπενθυμίζεται ότι, σήμερα, για να προστατεύσει ένας οφειλέτης τη μόνη και κύρια κατοικία του πρέπει να καταθέσει αίτηση υπαγωγής στο νόμο Κατσέλη εφόσον πληροί τις παρακάτω προϋποθέσεις:

·      το ακίνητο να χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του,

·      η αντικειμενική του αξία να μην υπερμαίνει τις 180.000 ευρώ για άγαμο, προσαυξημένη κατά 40.000 ευρώ για έγγαμο και κατά 20.000 ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία τέκνα,

·      το μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα να μην υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70% και

·      να έχει χαρακτηριστεί από την τράπεζα ως συνεργάσιμος δανειολήπτης

Την ίδια ώρα πάντως, οι τράπεζες, λόγω και της πίεσης που δέχονται για μείωση του ποσού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, προχωρούν ήδη σε γενναιόδωρες προτάσεις ρυθμίσεων προς τους οφειλέτες που έχουν υπαχθεί στο νόμο Κατσέλη.

Κατ’ αρχάς, με δεδομένη την άρση του τραπεζικού απορρήτου από την 17η Σεπτεμβρίου και μετά έχουν προχωρήσει στην χαρτογράφηση των οφειλετών, οπότε γνωρίζουν καλά αφενός τις υποχρεώσεις του κάθε δανειολήπτη, αφετέρου τις δυνατότητες αποπληρωμής που έχει.

Με βάση τα στοιχεία που έχουν στα χέρια τους, περίπου 2.000 δανειολήπτες έχουν ήδη παραιτηθεί από την αίτησή τους, ενώ αρκετοί ακόμα θα το πράξουν το επόμενο χρονικό διάστημα με αφορμή την πρόταση που θα τους γίνει.

Πιο συγκεκριμένα, ο σχεδιασμός των τραπεζών περιλαμβάνει δύο ταχύτητες προτάσεων ρύθμισης. Αφενός, για τους οφειλέτες καταναλωτικών δανείων χωρίς εμπράγματη εξασφάλιση, όπου το «κούρεμα» μπορεί να φτάσει μέχρι και το 80% και αφετέρου για όσους έχουν στεγαστικά δάνεια, όπου θα τους προταθεί μια μείωση της τάξης του 40%-50%.

Τα νούμερα αυτά έχουν προκύψει μετά από σχετική ανάλυση των μέχρι τώρα των δικαστικών αποφάσεων, οπότε, οι τράπεζες θα έρθουν να προτείνουν αντίστοιχα «κουρέματα» αυτών που θα λάμβαναν οι οφειλέτες από το δικαστήριο κατά την εκδίκαση της αίτησής του, εφόσον βέβαια αυτή γινόταν δεκτή.

Σε κάθε περίπτωση, η μείωση του ποσού του δανείου θα προσδιορίζεται με βάση τη συνολική περιουσία του οφειλέτη και τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης.

Με βάση τα παραπάνω, γίνεται εύκολα αντιληπτό πώς τους επόμενους μήνες οι οφειλέτες θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα σημαντικό δίλημμα: να δεχθούν την πρόταση της τράπεζας ή να περιμένουν την εκδίκαση της υπόθεσής τους.

Η πίεση θα είναι ακόμα μεγαλύτερη από τη στιγμή που οι εξατομικευμένες αυτές προτάσεις των τραπεζών δεν θα είναι δεκτικές ουσιαστικών διαπραγματεύσεων καθώς δεν θα υπάρχει δυνατότητα ευελιξίας ούτε και μεγάλης περιόδου αναμονής της σχετικής απάντησης.

Σημαντικό είναι ότι εκτός του σχεδιασμού των τραπεζών βρίσκονται τα επαγγελματικά δάνεια που είναι ενταγμένα στο νόμο Κατσέλη.

Για αυτές τις περιπτώσεις, οι οφειλέτες θα πρέπει να σταθμίσουν πολύ προσεκτικά τις πιθανότητες επιτυχίας που έχουν και αναλόγως να στραφούν είτε σε απευθείας διαπραγμάτευση με την τράπεζα, είτε να υπαχθούν στις διατάξεις του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών-  εφόσον πληρούν τα σχετικά κριτήρια-.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *